- κατακαίνυμαι
- κατακαίνυμαι, [tense] pf. -κέκασμαι,A to be adorned,
κεφαλῇ κατὰ γυῖα κέκασται Emp.134.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλῇ κατὰ γυῖα κέκασται Emp.134.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακαίνυμαι — (Α) κοσμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + καίνυμαι «διαπρέπω»] … Dictionary of Greek